παροξυντικός

παροξυντικός
-ή, -ό / παροξυντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [παροξύνω]
νεοελλ.
αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν αὔλημα», Πολυδ.)
2. αυτός που εξεγείρει, που παροργίζει, ο ερεθιστικός, ο προκλητικός
3. ιατρ. αυτός που επιτείνει τα κακά συμπτώματα, ο επιδεινωτικός, ο επιβαρυντικός («ἡ δείλη μὲν ὀχληρὸς καὶ παροξυντική», Γαλ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροξυντικόν
η ιδιότητα τού παροξύνω ή παροξύνομαι («τὸ παροξυντικὸν τοῡ ἤθους», Αριστοτ.)
5. φρ. «παροξυντικὴ ἡμέρα» — η ημέρα τού παροξυσμού κατά τους διαλείποντες πυρετούς (Γαλ.).
επίρρ...
παροξυντικῶς Α
με τρόπο παροξυντικό, που παροργίζει, ερεθιστικά («τοῡ Πινδάρου σφόδρα πικρῶς καὶ παροξυντικῶς εἰρηκότος», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παροξυντικός — fit for inciting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικά — παροξυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc pl παροξυντικά̱ , παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc/acc dual παροξυντικά̱ , παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικῶν — παροξυντικός fit for inciting fem gen pl παροξυντικός fit for inciting masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικόν — παροξυντικός fit for inciting masc acc sg παροξυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικαῖς — παροξυντικός fit for inciting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικαί — παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικοῖς — παροξυντικός fit for inciting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικοί — παροξυντικός fit for inciting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικοῦ — παροξυντικός fit for inciting masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντικούς — παροξυντικός fit for inciting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”